- διακείμενοι
- διάκειμαιto be served at tableperf part mp masc nom/voc plδιάκειμαιto be served at tablepres part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οπλίτης — Στην ελληνική αρχαιότητα, ο. ονομαζόταν ο στρατιώτης που έφερε βαρύ αμυντικό οπλισμό, σε αντίθεση από τον πελταστή που έφερε ελαφρύ αμυντικό οπλισμό, και τον ψιλό που δεν έφερε καθόλου οπλισμό. Τον οπλισμό του ο. αποτελούσαν οι κνημίδες, ο… … Dictionary of Greek
πληθωρικός — ή, ό / πληθωρικός, ή, όν, ΝΜΑ [πληθώρα] αυτός που έχει πληθώρα αίματος, παθολογική αύξηση τού ὁγκου τού αίματος (α. «πληθωρικά φαινόμενα» β. «πληθωρικὴ διάθεσις» γ. «πληθωρικὸν νόσημα», Γαλ.) νεοελλ. 1. αυτός που εκφράζει έντονα, ζωηρά ή… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… … Dictionary of Greek
Κρόου — (Crow). Λαός αυτοχθόνων της Βόρειας Αμερικής. Ανήκουν φυλετικά στους Σιου, ενώ παλαιότερα κατοικούσαν στην ανατολική Μοντάνα και στο Γουαϊόμινγκ (ΗΠΑ). Η εθνική ονομασία του λαού αυτού είναι Αμπσάροκα (άνθρωποι πουλιά), την οποία οι Γάλλοι… … Dictionary of Greek
Μαρία Αντουανέτα — (Marie Antoinette, Βιέννη 1755 – Παρίσι 1793). Βασίλισσα της Γαλλίας (1774 92). Ήταν κόρη του αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους Φραγκίσκου A’ και της Μαρίας Θηρεσίας της Αυστρίας. Το 1770 παντρεύτηκε τον Δελφίνο… … Dictionary of Greek